- στροφαλίζω
- στροφαλίζωtwistpres subj act 1st sgστροφαλίζωtwistpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στροφαλίζω — Α [στροφάλιγξ] 1. στρέφω κάτι συνεχώς ή στρέφω κάτι πολύ, τό στριφογυρίζω ολοένα ή γρήγορα 2. φρ. «στροφαλίζω ἠλακάτην» γυρίζω το αδράχτι, κλώθω (Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
στροφαλίζετε — στροφαλίζω twist pres imperat act 2nd pl στροφαλίζω twist pres ind act 2nd pl στροφαλίζω twist imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφαλίζειν — στροφαλίζω twist pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφαλίζεται — στροφαλίζω twist pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφαλίζετο — στροφαλίζω twist imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐστροφάλιζε — στροφαλίζω twist imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐστροφάλιξε — στροφαλίζω twist aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)